«Το 1985 άνοιξε το συνοριακό φυλάκιο της
Κακαβιάς. Με πανηγυρικό τρόπο και τη συμμετοχή
πολλών εκπροσώπων από την Ελλάδα και από τον
ελληνισμό της Αλβανίας, εορτάστηκε το πρώτο βήμα
επικοινωνίας. Από εκεί και μετά, αρχίσαμε να
μιλάμε στο τηλέφωνο και να μας στέλνουν χρήματα
και δέματα. Μερικοί ξενιτεμένοι πήραν το θάρρος
και μας επισκέφτηκαν και λίγοι από εμάς
μπορέσαμε να έρθουμε και στην Ελλάδα. Αυτά,
μέχρι τον Γενάρη του 1991, που ξεκίνησε το κύμα
μετανάστευσης. Από εκεί και πέρα, όλοι μας σιγά
– σιγά ήρθαμε στην Ελλάδα όπου μπορέσαμε και
εγκατασταθήκαμε, δουλέψαμε και, με πολλές
δυσκολίες, ορθοποδήσαμε».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η νέα εποχή για εμάς τους
Έλληνες του ξεκομμένου Πωγωνίου, για εμάς τους
Σχωριαδίτες.
«Σκοτεινό» το τοπίο έξω από τα σύνορα, λίγες οι
πληροφορίες, η ιστορία στα βιβλία γραμμένη από
άλλους, όχι από εμάς. Πρέπει, λοιπόν, να
συστηθούμε, γιατί εμείς οι Σχωριαδίτες,
απλωμένοι σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, δεν
περνάει μέρα που να μη νοιαστούμε για το χωριό
μας. Και οφείλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτό,
οφείλουμε να παρουσιάσουμε τις Σχωριάδες, την
πορεία του τόπου στην ιστορία, τις παραδόσεις
του, τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, τους
χορούς και τα πανηγύρια του.
Πωγώνι και Σχωριάδες
Η επαρχία Πωγωνίου Αργυροκάστρου συνορεύει νότια
με το Πωγώνι νομού Ιωαννίνων (Ελλάδα), ανατολικά
με την επαρχία Πρεμετής (Αλβανία), βόρεια με την
επαρχία Ζαγοριάς (Αλβανία) και δυτικά με την
ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Αργυροκάστρου
(Αλβανία).
Οριοθετείται νότια από το όρος Μακρύκαμπος,
βορειοανατολικά από το όρος Νεμέρτσικα, δυτικά
από το όρος Μπουρέτο. Ο μοναδικός ποταμός της
περιοχής, ο Σούχας, πηγάζει από τα χωριά Σωπική
και Τσιάτιστα, διασχίζει τον κάμπο των Σχωριάδων,
την κλεισούρα της Σέλστης και καταλήγει τον
Δρύνο ποταμό της Δερόπολης.
Τα χωριά του ξεκομμένου Πωγωνίου είναι τα
ακόλουθα: βόρεια η Πολύτσανη, ανατολικά οι Σχωριάδες και η Σωπική. Νότια η Οψάδα και η
Τσιάτιστα. Δυτικά ο Μαυρόγερος, το Χλωμό και η
Σέλτση.
Στο κέντρο του Πωγωνίου, όχι μακριά από τους
πρόποδες της Νεμέρτσικας, πάνω σε μερικούς
λόφους αμφιθεατρικού σχήματος, σε μια μικρή
πεδιάδα βρίσκεται το χωριό Σχωριάδες. Σε
σύγκριση με τα άλλα χωριά που το
περιτριγυρίζουν, όπως η Σωπική ανατολικά, η
Πολίτσανη βόρεια και το Χλωμό από
νοτιοανατολικά, οι Σχωριάδες έχουν την καλύτερη
φυσική τοποθεσία.
Το κλίμα των Σχωριάδων είναι ορεινό, ξηρό και
υγιεινό. Το έδαφος ως επί το πλείστον είναι
λοφώδες. Εδώ, σπέρνονται και ευδοκιμούν όλα τα
είδη δημητριακών και λαχανικών. Ευδοκιμεί η
μηλιά, η συκιά, η απιδιά και όλα τα είδη
οπωροφόρων με εξαίρεση την καστανιά, την ελιά
και τα εσπεριδοειδή. Αλλά, περισσότερο από όλα
ευδοκιμεί η καρυδιά, που τη βρίσκεις παντού.
Μέχρι το 1905, στο χωριό υπήρχαν και αμπέλια,
τώρα όχι. Εκτός από το λοφώδες μέρος, το χωριό
έχει στην ακροποταμιά και ένα μικρό, εύφορο και
ποτιστικό κάμπο.
Από τα κατοικίδια ζώα υπάρχουν πρόβατα, γίδια,
αγελάδες, γάιδαροι και μουλάρια. Η χρήση των
αλόγων δεν είναι αραιά. Στο δάσος του Μπουρέτου
και της Παροπούλας ζουν και άγρια ζώα, όπως το
ζαρκάδι και το αγριογούρουνο, ενώ στους πρόποδες
της Νεμέρτσικας η πέρδικα, ο λαγός, η αλεπού, το
κουνάβι κ.α.
Σε διάφορες πηγές, όπως είναι οι σημειώσεις στα
εξώφυλλα των εκκλησιαστικών βιβλίων, και σε
ιστορικά έργα, το όνομα του χωριού το βρίσκουμε
γραμμένο ποικιλόμορφα:
Σχωριάδες και Σχοριάδες
Σκωριάδες και Σκοριάδες
Σχουριάδες και Σκουριάδες
Σχουργιάδες και Σκουργιάδες
Στην ουσία όλες αυτές οι γραφές είναι
παραπλήσιες η μία με την άλλη. Οι διαφορές στο
γράψιμο του ονόματος του χωριού οφείλονται
κυρίως στο διαφορετικό επίπεδο μόρφωσης των
ανθρώπων της εποχής. Επικρατέστερος είναι ο
τύπος Σχωριάδες.
Υπάρχουν τρεις απόψεις για την προέλευση του
ονόματος, οι οποίες σχετίζονται με τον τρόπο
γραφής του. Η πιο πειστική από τις άλλες, είναι
ότι το όνομα του χωριού προέρχεται από το
επώνυμο μιας μεγάλης φυλής ονομαζόμενης Σχωριάς,
πληθυντικός Σχωριάδες. Η φυλή αυτή φαίνεται ότι
όχι μόνο κυριάρχησε αλλά και κατοίκησε σε αυτόν
τον τόπο, με αποτέλεσμα στη θέση της πρώτης
ονομασίας του τόπου, που κατά κάποιον τόπο
επείχε θέση απλού αντικειμένου, να επικρατήσει
το όνομα της φυλής ως ενεργούντος υποκειμένου.
Η παράδοση αναφέρει ότι το χωριό είναι παλιό,
από τα χρόνια του μεσαίωνα. Όταν τον 6ο αιώνα
πέρασαν από το Πωγώνι οι Σλάβοι, το χωριό υπήρχε
κι αυτό αποδεικνύεται από τις τοπωνυμίες του,
κάποιες σλαβικές, οι περισσότερες ελληνικές.
Οι Σχωριάδες ήταν ένα χωριό οργανωμένο, πράγμα
που επιβεβαιώνει έμμεσα την παράδοση για την
ύπαρξη του πριν από την περίοδο της τουρκικής
κατοχής.
Το πιο παλαιό έγγραφο που αναφέρεται στις
Σχωριάδες, και μάλιστα με το σημερινό τους
όνομα, είναι ένα περιουσιακό κατάστιχο, το οποίο
συντάχθηκε από τους εμίνηδες (υπαλλήλους) του
οθωμανικού κτηματολογίου κατά τα έτη 1431 –
1432, δηλαδή λίγα χρόνια αργότερα από την
κατάληψη της περιοχής του Πωγωνίου από τους
Τούρκους. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτού του
κατάστιχου, το χωριό Σχωριάδες αριθμούσε εκείνο
το χρόνο 23 οικογένειες.
Το δεύτερο γραπτό τεκμήριο όπου αναφέρεται το
όνομα Σχωριάδες είναι επίσης ένα κατάστιχο του
οθωμανικού κτηματολογίου του έτους 1583, περίπου
150 χρόνια αργότερα. Σε αυτό το κατάστιχο
λέγεται ότι το χωριό Σχωριάδες αριθμούσε 57
σπίτια με 96 άντρες και 11 εργένηδες και
συνέχιζε να είναι τιμάρι. Από τον 17ο αιώνα, οι
Σχωριάδες αναφέρονται πιο συχνά.
Στη Γεωγραφία του Β. Παγούνη, ο οποίος υπήρξε
για μεγάλο διάστημα δάσκαλος στην περιοχή του
Πωγωνίου, βρίσκουμε ότι κατά το έτος 1902 το
χωριό Σχωριάδες αριθμούσε σπίτια 162, άρρενες
332, θήλεα 345. Όμως, η αναλυτικότερη και
πληρέστερη απογραφή πληθυσμού είναι αυτή του
1918. Η απογραφή αυτή είναι καταχωρημένη στον
κώδικα υπ’ αριθμόν 1 του χωριού. Βάσει της
απογραφής του Ιουνίου 1918, οι Σχωριάδες
αριθμούσαν 141 οικογένειες με πληθυσμό 723
άτομα, από τα οποία 361 άρρενες και 362 θήλεα,
χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα μωρά κάτω του
ενός έτους.
Το χωριό, στις αρχές του 2000 είχε γύρω στα 100
σπίτια από τα οποία περίπου 90 χτίστηκαν
καινούρια μετά την απελευθέρωση, καθώς οι
Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους, έκαψαν το
χωριό. Στην πλατεία, στο κέντρο του χωριού,
βρίσκεται το επιβλητικό κτίριο του οχτάχρονου
σχολείου, το πνευματικό κέντρο, το καφενείο και
το χοροστάσιο πάνω από την κεντρική κρήνη και το
μνημείο του μάρτυρα Παντελή Ντάλα. Καθέδρα του
χωριού είναι η εκκλησία της «Γεννήσεως της
Θεοτόκου», ενώ κι άλλες εκκλησίες, όπως της
Αγίας Σωτήρας και ξωκλήσια στολίζουν τον γραφικό
οικισμό. Το χωριό είναι ένα απέραντο λιβάδι,
ιδανικός τόπος ηρεμίας και χαλάρωσης και είαναι
καλοδεχούμενος όποιος επιθυμεί να το επισκεφτεί
και να απολαύσει την Σχωριαδίτικη φιλοξενία, τα
ήθη και τα έθιμα του τόπου.
Η αρχιτεκτονική του χωριού χαρακτηρίζεται από το
κλασικό Ηπειρώτικό πρότυπο δομής κτισμάτων, με
την ίδια αισθητική. Οι τυχόν παραλλαγές σε αυτό
έχει να κάνει με τη διαθεσιμότητα των υλικών
δόμησης, που ποικίλλουν ανάλογα με τη γεωγραφική
θέση και το φυσικό πλούτο της περιοχής.
Συναντούμε μεγάλα, τετράγωνα δίπατα κυρίως,
κτίρια, όπου κυριαρχεί η πέτρα ως κύριο υλικό
δόμησης και οι κεραμοσκεπές. Κήποι και αυλές με
κάθε λογής λουλούδια και δέντρα, στολίζουν τα
περισσότερα σπίτια.
Ένας αριθμός από κρήνες, πηγάδια και νέες
βρύσες, περιβάλλουν το χωριό και το εφοδιάζουν
με πόσιμο νερό που αναβλύζει από πηγές των
πλαγιών της Νεμέρτσικας. Άλλες πηγές βοηθούν
στην άρδευση του κάμπου των Σχωριάδων. Τα έργα
για την καλύτερη δυνατή ποιότητα και ποσότητα
πόσιμου νερού συνεχίζονται στο χωριό μέχρι και
τώρα.
Οι Σχωριαδίτες, μετανάστευσαν, κυρίως στο
παρελθόν αλλά και τώρα, και ανέπτυξαν ιδιαίτερη
εμπορική δράση, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο
και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων, της
Μεσογείου αλλά και της Αμερικής, ενώ παράλληλα
διακρίθηκαν στις τέχνες, τα γράμματα και τις
επιστήμες. Η ξενιτιά, η μοίρα που χαρακτηρίζει
τον ανήσυχο και δραστήριο Σχωριαδίτη, εκφράστηκε
με μοναδικό τρόπο μέσα από την παράδοσή του,
κυρίως με τα παραδοσιακά τραγούδια.
Το Πωγωνίσιο πολυφωνικό τραγούδι, μοναδικό
φαινόμενο στην Ελληνική μουσική παράδοση, έχει
βαθειά ριζωμένες τις αρχές του στην περιοχή του
Πωγωνίου.
Στις μέρες μας, τον χειμώνα, οι μόνιμοι κάτοικοι
του χωριού λίγοι, κρατούν την ανάσα του χωριού
στα χέρια τους όλο το χειμώνα, αγρυπνούν,
συντηρούν και αναμένουν. Φροντίζουν για τις
καθημερινές δουλειές του νοικοκυριού τους, ένα
ζεστό πιάτο φαγητό, ξύλα για το τζάκι, κλάδεμα
τα δέντρων. Κάθονται γύρω από το τζάκι
μαστορεύοντας, πλέκοντας, κουβεντιάζοντας.
Πίνουν τον καφέ τους στο καφενείο της πλατείας,
συζητώντας για τα νέα από τους ανθρώπους τους,
εδώ κάτω. Είναι η περίοδος που το μυαλό
ξαναφέρνει πίσω μύθους, θρύλους και άλλες
ιστορίες του τόπου για συντροφιά τις νύχτες.
Μοναδικό γεγονός η κυνηγετική περίοδος, όπου οι
κυνηγοί θα ταράξουν την ηρεμία της χειμερινής
καθημερινότητας.
Το καλοκαίρι, η αναγέννηση της φύσης ενεργοποιεί
τους μόνιμους κατοίκους, φέρνει όλους τους
Σχωριαδίτες στο χωριό και τους ενώνει. Οι
μελισσοκόμοι με τα μελίσσια τους, οι κτηνοτρόφοι
με τις στάνες και τα κοπάδια τους, οι γεωργοί
του τοπικού κάμπου, οι ξενιτεμένοι που
επιστρέφουν για πολύ η για λίγο. Οι όμορφες
Σχωριάδες φορούν πάλι τα γιορτινά τους και
υποδέχονται ντόπιους και ξένους με τις γιορτές,
τις νοστιμιές τους και το μεγαλείο της φύσης
τους.
Οι Σχωριάδες αγωνίζονται για την αξιοπρεπή τους
παρουσία στην περιοχή και την αναγνώρισή τους
πέρα από τα σύνορα. Οι ντόπιοι άνθρωποι,
ελεύθεροι και δημιουργικοί, καθημερινά
αγωνίζονται για την επιβίωση και την ανάδειξη
του τόπου και των κατοίκων του. Οι ξενιτεμένοι
Σχωριαδίτες, έκτισαν τη ζωή τους δυο φορές, μια
στο χωριό και μια στην ξενιτιά, πάντα με ήθος,
εργατικότητα και δημιουργικότητα. Δεν άφησαν
ποτέ τα γεγονότα να τους ισοπεδώσουν, αντιθέτως,
με την τόλμη τους, το εμπορικό τους πνεύμα, την
επιμονή και τον καθημερινό τους μόχθο, κατάφεραν
να ορθοποδήσουν και να ξεχωρίσουν σε κάθε ξένο
κοινωνικό σύνολο που εντάχθηκαν.
Τώρα, στο χωριό, επικρατεί η ηρεμία, η ομορφιά,
η πρόοδος του τόπου. Καινούρια σπίτια χτίζονται,
τα παλαιά κτίσματα, οι εκκλησίες και τα ξωκλήσια
συντηρούνται, το χωριό εξελίσσεται και
εξωραΐζεται μέσα από μια σειρά κοινωφελών έργων,
με τη βοήθεια της Κοινότητας και Αδελφότητας
Σχωριαδιτών, της Νεολαίας και της Εκκλησιαστικής
Επιτροπής, που μεριμνούν για την πρόοδο και
ευημερία του χωριού.
Οι παλαιότεροι δεν ξεχνούν τον τόπο και την
ιστορία ενώ οι νεότεροι μαθαίνουν, περπατώντας
μέσα από το σύγχρονο μονοπάτι της κοινωνίας που
ζουν και το παραδοσιακό μονοπάτι που τους δένει
με τις ρίζες τους και την πρώτη τους πατρίδα.
Οι Σχωριάδες, επαρχίας Πωγωνίου Αργυροκάστρου
είναι εδώ, στο χώρο, το χρόνο και την ιστορία,
προσφέρουν καθημερινά μέσα από τις παραδόσεις
τους και το ιστορικό παρελθόν τους. Στόχος μας
να γνωρίστε και εκτιμήστε τον τόπο και τους
ανθρώπους του ιστορικού αυτού χωριού μέσα από
την ιστοσελίδα μας, την ιστοσελίδα των Σχωριάδων,
το βήμα για όλους του Σχωριαδίτες απανταχού της
γης.